- ελαφρόπετρα
- ηαλαφρόπετρα, κίσηρις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κίσηρις ή ελαφρόπετρα — Ηφαιστειογενές πέτρωμα το οποίο χαρακτηρίζεται από τη σπογγώδη υφή του. Ονομάζεται και ηφαιστειακή ύαλος. Σε μερικές περιπτώσεις, ο όγκος των πόρων μπορεί να φτάσει το 50% του συνολικού όγκου. Η παρουσία των πόρων αυτών οφείλεται στην ταχύτητα… … Dictionary of Greek
κατακισηρίζω — (Α) τρίβω σημεία τού δέρματος με ελαφρόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κισηρίζω «τρίβω με ελαφρόπετρα» (< κίσηρις «ελαφρόπετρα»)] … Dictionary of Greek
κισήρι — το (AM κισήριον, Μ και κισήρι) [κίσηρις] νεοελλ. μσν. ελαφρόπετρα αρχ. μικρή ελαφρόπετρα … Dictionary of Greek
λαφρόπετρα — η ελαφρόπετρα, ελαφριά και σπογγοειδής ή διάτρητη πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ελαφρόπετρα, με σίγηση τού αρκτικού ε ] … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
πετροκίσσηρος — ὁ, Μ σκληρή ελαφρόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κίσσηρος «ελαφρόπετρα»] … Dictionary of Greek
Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… … Dictionary of Greek
αλαφροπετρίτης — ίτισσα, ίτικο [αλαφρόπετρα] 1. αυτός που κατάγεται από το νησί Θήρα (όπου αφθονεί η ελαφρόπετρα) 2. επιπόλαιος, ανόητος … Dictionary of Greek
απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… … Dictionary of Greek
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek